Στις 8 Φεβρουαρίου 1828 γεννήθηκε στη Νάντη της Γαλλίας ο άνθρωπος που έμελλε να σφραγίσει την Ιστορία με το πέρασμά του και μέσα από το λογοτεχνικό του κυρίως έργο να θεωρηθεί ένας «σύγχρονος προφήτης», αφού προέβλεψε και περιέγραψε με θαυμαστή ακρίβεια πολλές επιστημονικές και τεχνολογικές ανακαλύψεις του 20ού αιώνα. Αυτός δεν είναι άλλος από τον Ιούλιο Βερν, Γάλλο νομπελίστα και πατέρα της σύγχρονης επιστημονικής φαντασίας.
Πρωτότοκος γιος μιας πολύτεκνης οικογένειας, ο Ιούλιος Βερν είχε τη δυνατότητα να φοιτήσει στο σχολείο της Madame Sambin, χήρας ενός καπετάνιου με πολλά ταξίδια στο ενεργητικό του. Γοητευμένος από τις αφηγήσεις της δασκάλας του, άρχισε από πολύ νωρίς να πλάθει στο μυαλό του τα αναρίθμητα λογοτεχνικά του ταξίδια στα πέρατα του κόσμου. Μετά την αποφοίτησή του από το Λύκειο, το 1846, μετέβη στο Παρίσι όπου σπούδασε Νομικά και έλαβε πτυχίο το 1849.
Πολύ νωρίς εκδήλωσε έντονο ενδιαφέρον για το θέατρο και μαζί με έναν μουσικό από τη Νάντη, τον Aristide Hignard, έγραψε μερικά λιμπρέτα για την όπερα. Το 1851 εμφανίσθηκαν τα πρώτα του έργα στο Musée des familles, υπό τη διεύθυνση του Pitre-Chevalier. Στις 10 Ιανουαρίου 1857 νυμφεύθηκε την Honorine de Viane, η οποία καταγόταν από την Αμιένη, και το φθινόπωρο του 1872, προκειμένου να ικανοποιήσει την επιθυμία της συζύγου του, εγκαταστάθηκε μονίμως στη γενέτειρά της.
Η πρώτη συλλογή συνθέσεων του Βερν εμφανίσθηκε με τη μουσική του Hignard. Εγραψε ακόμα πλήθος θεατρικών έργων και έγινε φίλος με τον Αλέξανδρο Δουμά υιό. Το 1861 απέκτησε το πρώτο και μοναδικό παιδί του, τον Μισέλ. Επί μερικά έτη κινήθηκε μεταξύ της μουσικής και του θεάτρου, αλλά μετά το 1863 έστρεψε το ενδιαφέρον του στις φυσικές επιστήμες και τη γεωγραφία, γράφοντας μία σειρά από μυθιστορήματα στα οποία περιέγραφε εξαιρετικά, όσο και φανταστικά ταξίδια. Το 1862 γνώρισε τον εκδότη Pierre-Jules Hetzel και στις 23 Οκτωβρίου του ιδίου έτους υπέγραψε μαζί του το πρώτο του συμβόλαιο για το «Ταξίδι στους αιθέρες», το μελλοντικό «Πέντε εβδομάδες σε αερόστατο». Μία δωδεκάδα συμβολαίων θα ακολουθήσει στον χώρο του επιστημονικού μυθιστορήματος. Η αρχή για να αναπτύξει το ταλέντο του ο μεγάλος συγγραφέας είχε γίνει.
Από το γραφείο του στην Αμιένη, ο Ιούλιος Βερν έστειλε τους ήρωές του να ταξιδεύσουν σε όλες τις ηπείρους, να πλεύσουν σε όλες τις θάλασσες του κόσμου, και να πετάξουν στους αιθέρες φθάνοντας κάποτε και μέχρι τη Σελήνη. Τα έργα του φλόγισαν τα όνειρα σε πολλές γενεές νέων ανθρώπων και δεν ήταν λίγες οι φορές που αποτέλεσαν το έναυσμα νέων ανακαλύψεων και εφευρέσεων. Μπορούμε να τον χαρακτηρίσουμε μηχανικό, διπλωμάτη, εξερευνητή, θαλασσοπόρο, μεγάλο αναζητητή, αλλά κυρίως έναν δυναμικό συγγραφέα που δημιουργεί χαρακτήρες και ήρωες οι οποίοι εξάπτουν τη φαντασία των νέων. Η γήινη σφαίρα, ορισμένες ζώνες της οποίας ήταν ακόμη ανεξερεύνητες, ενέπνευσε τον Ιούλιο Βερν και έδωσε τη δυνατότητα στη φαντασία του να καλπάσει ελεύθερη σε έναν ορίζοντα γεμάτο μυστήρια και θαύματα. Δεν στάθηκε μόνο στα όσα γνώριζαν οι άνθρωποι μέχρι τότε, αλλά προχώρησε αρκετά βήματα πιο πέρα ανακαλύπτοντας μυστικά περάσματα στα άκρα του πλανήτη, δημιουργώντας ζούγκλες και φυλές ιθαγενών, και στέλλοντας ακόμη και διαστημόπλοια και δορυφόρους στο διάστημα. Εργάσθηκε πραγματικά με τη δύναμη της φαντασίας του δημιουργώντας τους τίτλους και το περιεχόμενο των έργων του. Μέσα στο σιωπηλό του γραφείο στην Αμιένη αισθανόταν ένας μικρός θεός και, όπως ο ήρωάς του, Κάπταιν Νέμο, ανέπτυξε τη μελαγχολία του δημιουργού μπροστά σε μια ανθρωπότητα της οποίας τα πρόσωπα και οι χαρακτήρες κόσμησαν το έργο του ως αρχέτυπα και ιδεαλιστικά οράματα. Στον ρόλο του ως δημιουργού φανέρωσε μια ικανότητα να εκθέτει και να επιλύει τα προβλήματα. Κάποιες στιγμές γινόταν και αστρονόμος, γεωμέτρης, φυσικός, χημικός, μαθηματικός, πολιτειολόγος, γεωγράφος, ιστορικός, βιολόγος, γεωλόγος και επιδιδόταν με πάθος στην πυροτεχνία και τη μηχανική, στην τέχνη των υδραυλικών, της ακουστικής ή της μουσικής, χωρίς να παραβλέπει και τα πιο απτά προβλήματα όπως εκείνα της κοινωνικής δικαιοσύνης, της οικονομικής καταπίεσης ή της καθαρής πολιτικής.
Η επιστήμη τροφοδοτεί όλο το έργο του Ιουλίου Βερν. Στα βιβλία του εμφανίζει τους σοφούς να αγαπούν τις περιπέτειες και είναι εκείνος που τους απαλλάσσει από τα μαθήματα και τις παραδόσεις τους για να μπορέσουν να «ριχθούν» στην περιπέτεια και στα θαυμαστά κατορθώματά τους. Λέγεται ότι ο συγγραφέας ήταν παθιασμένος με τις επιστημονικές ανακαλύψεις και εφευρέσεις της εποχής του. «Είμαστε σε μια εποχή όπου όλα γίνονται… κι αν κάτι δεν είναι δυνατόν να γίνει σήμερα, τότε σίγουρα θα γίνει αύριο χάρη στις επιστημονικές ανακαλύψεις που πληθαίνουν καθημερινώς». Ωστόσο, αλλού ο ίδιος δήλωνε με εξομολογητική διάθεση:
«Οχι, δεν μπορώ να πω ότι ελκύσθηκα ιδιαίτερα από την επιστήμη. Στην πραγματικότητα δεν μου άρεσε ποτέ». Και όμως, ζούσε και περιέγραφε την εποχή κατά την οποία οι επιστήμονες, απελευθερωμένοι από τη μεταφυσική, πλησίασαν τη γη και έστρεψαν σε αυτήν την προσοχή τους. Ο Ιούλιος Βερν μπόρεσε να φαντασθεί και να περιγράψει μηχανές, οι οποίες μοιάζουν με τις σύγχρονες, χάρη στο πάθος που τον διακατείχε για τις επιστημονικές ανακαλύψεις της εποχής του. Διαβάζοντας το έργο του μπορεί κανείς να δει τις πιο απίθανες και τις πιο φημισμένες εφευρέσεις των καιρών μας. «Αυτό που με ενδιαφέρει πρώτα από όλα είναι να είμαι συγγραφέας», εξομολογείτο ο Ιούλιος Βερν το 1864 στον εκδότη του Hetzel. Το να μείνει ο ίδιος διαχρονικός συγγραφέας, το έργο του οποίου θα κοσμεί τις νεανικές βιβλιοθήκες, ήταν το όνειρο όλης του της ζωής.
Εξοπλισμένος με έναν εντυπωσιακό αριθμό χαρτών και ταξιδιωτικών εγγράφων τα οποία είχε στη διάθεσή του, δημιούργησε φανταστικές ιστορίες στις οποίες οι χαρακτήρες που έπλαθε ήταν έτοιμοι να εξερευνήσουν άγνωστους τόπους και να ιδρύσουν αποικίες. Οι ήρωές του, εικόνα και ομοίωση δική του, ξεκινώντας τα ταξίδια τους με σκοπό να διαβούν τα όρια του γνωστού κόσμου και να περάσουν στον άγνωστο, στηρίζονταν στις δικές τους κυρίως δυνάμεις. Ο κόσμος του μυθιστοριογράφου ήταν τόσο ευρύς, όσο το σύμπαν ολόκληρο. Κανένα εμπόδιο δεν στάθηκε ικανό να ανακόψει την πορεία του ή να τον αποτρέψει από νέες ανακαλύψεις και εφευρέσεις, οι οποίες θα γίνονταν πραγματικότητα τον αμέσως επόμενο αιώνα. Μπροστά στα μάτια της φαντασίας του το σύμπαν ήταν ένα αντικείμενο προς εξέταση, ένα στολίδι, στο οποίο περιέχονται ανθρώπινοι θρίαμβοι, ιδιοφυείς εφευρέσεις, γιγάντια παγόβουνα και τρομακτικά θαλάσσια κήτη. Αν θέλαμε με δύο λέξεις να χαρακτηρίσουμε το έργο του, κάλλιστα θα μπορούσαμε να πούμε ότι πρόκειται για μια «οδύσσεια από χαρτί» στην οποία ο εφευρέτης, εξερευνητής και ευγενικός ταξιδιώτης Ιούλιος Βερν περιλαμβάνει τα πάντα. Ο Ιούλιος Βερν ήταν ένας μυθιστοριογράφος χωρίς όρια.
Για εκείνον δεν υπήρχαν απροσπέλαστα εμπόδια, υπήρχαν μόνο εθελοντές με λιγότερη ή περισσότερη θέληση και ενεργητικότητα, και αυτό ήταν όλο.
Ο ίδιος ήταν ένας μεγαλόκαρδος συγγραφέας και, αφού δημιουργούσε τους χαρακτήρες των έργων του βάσει των δικών του χαρακτηριστικών στοιχείων, δεν υπάρχει κανένας από τους ήρωές του, ο οποίος να μην είναι έτοιμος να ριψοκινδυνεύσει τη ζωή του για τον πλησίον του.
Από το παράθυρο του διαμερίσματός του στη Νάντη, ο νεαρός Ιούλιος Βερν μπορούσε να ατενίζει τη θάλασσα, να αγκαλιάζει με το βλέμμα του το αιώνιο ξεδίπλωμα των κυμάτων και να βλέπει να φθάνουν και να φεύγουν τα εμπορικά πλοία. Τότε ήταν που αγάπησε τη θάλασσα και γεννήθηκε μέσα του ο πόθος να την εξερευνήσει και να την κατακτήσει. «Η τέχνη της πλοήγησης με έθελξε από τα παιδικά μου ακόμα χρόνια», εξομολογείται ο ίδιος στις «Αναμνήσεις» των παιδικών και των εφηβικών του χρόνων.
«Γνώριζα ήδη από τότε ολόκληρη τη ναυτική ορολογία και καταλάβαινα όλους τους ελιγμούς που γίνονταν στα θαλασσινά διηγήματα του Fennimore Cooper», διηγείτο. Ο πόθος του αυτός να ταξιδεύσει στη θάλασσα επηρέασε έντονα το λογοτεχνικό του ύφος. Το έργο του μοιάζει με μια τεράστια αρμάδα που πλέει δίπλα-δίπλα με φαλαινοθηρικά, φρεγάτες και βαπόρια. Το Ναυτικό Μουσείο ήταν μια θαυμάσια έκθεση από την οποία μπορούσε να εμπνευσθεί ο συγγραφέας. «Δεν αγάπησα τίποτε άλλο περισσότερο από την ελευθερία, τη μουσική και τη θάλασσα», συνήθιζε να λέει ο Βερν. Ετσι, έπλασε με την πένα του τον θαυμαστό θαλάσσιο κόσμο του Κάπταιν Νέμο, καθιστώντας τη θάλασσα και τον μαγικό βυθό της το τοπίο στο οποίο θα εκτυλίσσονταν πολλές από τις περιπέτειές του. Η θάλασσα έγινε για εκείνον ένα μυθιστόρημα, ένας κόσμος όπου ο συγγραφέας μπορούσε να αναπτύξει τη φαντασία και το ταλέντο του με κάθε ελευθερία, με συνέπεια το έργο του να αποτελεί άλλο ένα λογοτεχνικό «Ναυτικό Μουσείο». Ο «Ναυτίλος», το πλοίο του Κάπταιν Νέμο, παραμένει η πιο διάσημη και η πιο θαυμαστή από τις εφευρέσεις του.
Εδώ φυσικά, για να είμαστε δίκαιοι, πρέπει να επισημάνουμε πως ο συγγραφέας, προκειμένου να δημιουργήσει τον «Ναυτίλο», είχε υπόψη του το «Tortue» του David Bushnell, που κατασκευάσθηκε το 1776 και το οποίο ήταν το πρώτο υποβρύχιο που χρησιμοποιήθηκε κατά τη διάρκεια του Αμερικανικού Πολέμου της Ανεξαρτησίας εναντίον των βρετανικών πλοίων. Ωστόσο, είναι απίστευτες η εφευρετικότητα και η πολυτέλεια με τις οποίες διακόσμησε το εσωτερικό του «Ναυτίλου».
Ο ίδιος είχε ασχοληθεί επισταμένως με τα πλοία και μάλιστα ήταν τόσο μεγάλη η αγάπη του γι’ αυτό το μέσο, ώστε έγραψε ένα μεγάλο αριθμό σελίδων παρουσιάζοντας τον εαυτό του να ταξιδεύει στο μυστηριώδη γαλάζιο κόσμο με το πλοίο του, «Σαιν Μισέλ». Ετσι, τα πρόσωπα τα οποία περιέγραφε αντικατόπτριζαν πολλές φορές τον ίδιον. Εγινε ο καθηγητής Hatteras ανακαλύπτοντας τον Νότιο Πόλο. Ως Φιλέας Φογκ και Πασπαρτού διέσχισε τα γαλάζια νερά πολλές φορές προκειμένου να ολοκληρώσει τον «Γύρο του κόσμου σε ογδόντα ημέρες». Μαζί με «Τα τέκνα του πλοιάρχου Γκραντ» ταξίδευσε χιλιάδες μίλια προσπαθώντας να διασχίσει τον 37ο παράλληλο. Η τάση αυτή του Βερν έχει τις ρίζες της στο οικογενειακό του δένδρο, καθώς οι πρόγονοί του από την πλευρά της μητέρας του ήταν ναυτικοί και καπετάνιοι.
Γεννημένος στη Νάντη, τον μεγάλο αποικιακό λιμένα της Γαλλίας και ταυτόχρονα, μια δημοκρατική πόλη στη βαθιά βασιλική επαρχία της Βανδέας και μεγαλώνοντας μέσα σε έναν πλουραλισμό ανθρώπων και αντιλήψεων, δεν μπορούσε παρά να είναι υπέρμαχος της προόδου και της ελευθερίας. Στον ρόλο του τρομερού και απαισιόδοξου Κάπταιν Νέμο, ανακαλύπτουμε έναν Ιούλιο Βερν ο οποίος είναι εχθρός της αποικιοκρατίας και αγωνίζεται στη θάλασσα για την ελευθερία ενάντια σε όσους εχθρεύονται μια ανοικτή κοινωνία. Ο Βερν διακήρυσσε: «Το πλοίο είναι το πραγματικό όχημα του πολιτισμού». Το άλλο, καλλιτεχνικό του όνομα θα μπορούσε να είναι Κάπταιν Νέμο. Το πνεύμα της προόδου του 19ου αιώνα ενώνει τους λαούς μέσα στο έργο του, αλλά τα έθνη αντιστέκονται ακόμη στην ιδέα μιας παγκοσμιοποιημένης δημοκρατίας. Είναι ο αιώνας κατά τον οποίον κυριαρχεί ως πολιτική ιδεολογία ο εθνικισμός. Πέρα από τη στεριά, όμως, η απέραντη θάλασσα, μεγαλοπρεπής, με τα τέρατα και τα θαυμαστά της πλάσματα, φέρει τους ανθρώπους πιο κοντά, αμβλύνοντας τις μεταξύ τους διαφορές και καλώντας τους σε μια παγκόσμια ενότητα.
Η θάλασσα γεννούσε μέσα του ποιητικούς και λυρικούς στοχασμούς. Πολλοί από τους θαλασσινούς τόπους που αναφέρονται στην ιστορία και τον θρύλο είλκυσαν την προσοχή του Βερν. Ετσι, δεν δίστασε να «ανακαλύψει» την Ατλαντίδα και τις αναρίθμητες επαύλεις της. Στη θάλασσα βρίσκονταν, για τον συγγραφέα, η ζωή και η ελευθερία. «Η θάλασσα δεν αναγνωρίζει δεσπότες. Ζήστε στο κέντρο των θαλασσών. Εκεί μόνο θα είστε πραγματικά ανεξάρτητοι. Αυτή δεν ξέρει να δέχεται κανένα αφεντικό. Εκεί είμαι ελεύθερος!». Η θάλασσα μεταφράζεται τελικά ως μια πολιτική ιδέα. Ο Κάπταιν Νέμο αγωνίζεται γι’ αυτήν την ιδέα.
Με το ιστιοπλοϊκό του «Σαιν Μισέλ» ο Ιούλιος Βερν έπλευσε στην Αγγλία, την Ιρλανδία, πλησίασε τις ακτές της Ολλανδίας, της Γερμανίας και της Δανίας, έκανε τον γύρο της Ισπανίας, αποβιβάσθηκε στο Αλγέρι, την Τυνησία και τη Μάλτα και επισκέφθηκε τη Σικελία. Οταν δεν πηδαλιουχούσε το πλοίο, έγραφε, και, όταν δεν έγραφε, πηδαλιουχούσε. Και, όταν έγραφε, σχεδίαζε ναυτικά διηγήματα όπως τον «Δεκαπενταετή πλοίαρχο» (1877-1878), εμπνευσμένο από τον γιο του, Μισέλ, όπου ο μικρός Dick Sand αναλαμβάνει τη διοίκηση του πλοίου μετά από ένα ατύχημα που προκάλεσε το θάνατο του πλοιάρχου.
Ο «Ναυτίλος» του βασιλεύει στους ωκεανούς στο «Είκοσι χιλιάδες λεύγες υπό τη θάλασσα» (1869-1870). Ο συγγραφέας βρίσκεται στην πλώρη του πιο μεγάλου ατμοπλοίου της εποχής, του «Μεγάλου Ανατολικού», στην «Πλωτή Πολιτεία» (1871), παρουσιάζοντάς το να διασχίζει τον Ατλαντικό, ταξίδι που είχε πραγματοποιήσει ο ίδιος με τον αδελφό του, Πωλ, το 1867. Ο ίδιος ταξιδεύει ως μέλος του πληρώματος του «Σανσελόρ» (1875), ενός εμπορικού πλοίου που αφήνει το Τσάρλεστον με κατεύθυνση το Λίβερπουλ και το οποίο διοικείται από έναν καπετάνιο που πάσχει από διανοητικές διαταραχές με αποτέλεσμα την απομόνωσή του από την πραγματικότητα. Μπαρκάρει με το «Καρνάτικ», ένα άλλο ατμόπλοιο, στο οποίο επιβαίνει ο Πασπαρτού και ακολουθεί τον Φιλέα Φογκ με την «Τανγαντέρε», μια μικρή γολέτα. Και η λίστα δεν έχει τέλος. Ο Ιούλιος Βερν δεν έχει καμμία προκατάληψη για τη θάλασσα. Δεν είναι τυχαίο ότι και το «Ταξίδι στο κέντρο της γης» άρχισε από την εμμονή του συγγραφέα να ανακαλύψει μια θάλασσα στο εσωτερικό του πλανήτη.
Ωστόσο, η ανοικτή θάλασσα και ο μαγευτικός βυθός της δεν ήταν ο μόνος χώρος που γοήτευσε τον ταλαντούχο συγγραφέα. Ο κόσμος των πάγων είλκυσε την προσοχή του και εξήψε τη φαντασία του, με συνέπεια η κατάκτηση των Πόλων να καταλαμβάνει ένα πολύ σημαντικό μέρος στο έργο του. Αυτό του επιτρέπει να περιγράφει αφ’ ενός το θάρρος των ανθρώπων που ξεκινούν να τους εξερευνήσουν, και αφ’ ετέρου το μυστήριο των άγνωστων γαιών των δύο Πόλων. Η «πολική τρέλα» ήταν, μπορούμε να πούμε, η μόδα της εποχής στην οποία έζησε ο συγγραφέας και αντικατοπτρίζεται στο έργο του με μια προσωπική κλίση προς το ακραίο και το φανταστικό. Το τέλος των Ναπολεόντειων Πολέμων έδωσε την ευκαιρία γι’ αυτές τις εξερευνήσεις. Οι εξερευνητικές αποστολές προς τις υπερβόρειες και τις υπερνότιες εκείνες γαίες πολλαπλασιάζονται. Βρετανοί, Σουηδοί, Νορβηγοί, Ρώσοι, Αυστριακοί, Βέλγοι, σχεδόν όλοι οι Ευρωπαίοι κινούνται προς αυτήν την κατεύθυνση. Η εξερεύνηση των απώτατων σημείων της Γης, όπως οι Πόλοι και η αυστραλιανή ήπειρος, συνιστά τον «μίτο της Αριάδνης» στο έργο του Βερν. Ο συγγραφέας με τη φαντασία του περνά τα όρια του κόσμου και ανακαλύπτει «περάσματα», τα οποία οι Ευρωπαίοι αναζητούσαν από τον 15ο αιώνα ακόμη. Το πολικό σέλας, μαζί με την ομορφιά και την ποικιλομορφία του ζωικού και του φυτικού βασιλείου, εξάπτουν τη φαντασία όλων όσοι αναζητούν την περιπέτεια. Ολα εμφανίζονται παράξενα και εξαιρετικά σε αυτές τις πολικές περιοχές και η μακρά νύκτα των Πόλων επιφυλάσσει μαγείες και θαύματα σε όποιον αποφασίσει να περιηγηθεί αυτές τις περιοχές μέσα από τα έργα του Βερν.
Με το ίδιο πάθος, ωστόσο, ταξιδεύει νοερά και σε άλλες ανεξερεύνητες περιοχές του πλανήτη. Ο Άτλας του Ιουλίου Βερν περιλαμβάνει, από τις στέπες της Σιβηρίας μέχρι τις θάλασσες του Νότου, περάσματα από τα παρθένα δάση της Αγκόλα και τους δρόμους της Κίνας. Ο Μιχαήλ Στρογκώφ, διασχίζοντας την αυτοκρατορία των τσάρων, ταξιδεύει τους αναγνώστες με κάθε λεπτομέρεια μέσα στις απέραντες στέπες. Περιηγούμενος την «αιώνια Ρωσία» με τις τεράστιες αντιθέσεις της, έχει την ευκαιρία να γνωρίσει τα μοσχοβίτικα μπαλέτα και να συναντήσει άγριους Τατάρους. Στο έργο του το Παρίσι συναντά τον ρωσικό κόσμο. Ο «Μιχαήλ Στρογκώφ» θριαμβεύει.
Η Ασία μάγεψε τον Ιούλιο Βερν, όπως μάγεψε και την εποχή του ολόκληρη. Απέραντη και μυστηριώδης στο σύνολό της, προσφερόταν για τις πιο απίθανες περιπέτειες. Το 1878 η Παγκόσμια Εκθεση των Παρισίων άνοιξε τις πύλες της στην Κίνα και την Κεντρική Ασία. Το γεγονός δεν είχε προηγούμενο. Ο κόσμος είχε γίνει «κινέζικος». Το ίδιο έτος ο Βερν, πάντοτε ευαίσθητος στα ρεύματα της εποχής του, αποφάσισε να περιγράψει τις «Περιπέτειες ενός Κινέζου στην Κίνα», έργο το οποίο δεν απέχει πολύ από το να μοιάζει με φιλοσοφικό δοκίμιο. Οπως πάντοτε, στον Βερν η περιπέτεια ήταν ταραχώδης. Πιστός στις αρχικές του συνήθειες, αρχίζει να παρακολουθεί μαθήματα για τα διάφορα μέρη του κόσμου προκειμένου να συνθέσει τη νέα του περιπέτεια.
Τα «εξαιρετικά ταξίδια» του μπορούν μερικές φορές να αποτελέσουν μαθήματα γεωγραφίας και αληθινά δοκίμια εθνολογίας. Ο Ιούλιος Βερν ήταν ένας μεθοδικός συγγραφέας. Για να συνθέσει τα ταξίδια του, χρησιμοποιούσε εγκυκλοπαίδειες, λεξικά, εκθέσεις ειδικών και πάντοτε είχε έναν χάρτη στο χέρι του. Πριν γράψουμε οτιδήποτε άλλο, πρέπει απαραιτήτως να αναφέρουμε ότι ο Ιούλιος Βερν γνώριζε γεωγραφία. Μελετούσε τους χάρτες και τα σημειώματα της Γαλλικής Γεωγραφικής Εταιρείας και παρακολουθούσε όλα τα τεύχη του εβδομαδιαίου περιοδικού «Ο γύρος του κόσμου» (Le tour du monde), το οποίο είχε ιδρυθεί στο Παρίσι από τον γνωστό εκδότη Louis Hachette. Πολλές φορές ο αναγνώστης πρέπει να χρησιμοποιήσει διαβήτες και χάρακες προκειμένου να διαβάσει το έργο του Ιουλίου Βερν. Τα γεωγραφικά όργανα είναι τα πιο χρήσιμα όπλα των ηρώων του. Για παράδειγμα, αναφέρουμε ότι, γράφοντας το «Είκοσι χιλιάδες λεύγες υπό τη θάλασσα», ο Ιούλιος Βερν φαντάσθηκε και περιέγραψε το ανάγλυφο των αβυσσαλέων διαφορών που υπάρχουν από τη μία γεωγραφική περιοχή στην άλλη με τη βοήθεια χαρτών και γεωγραφικών έργων. Βασιζόμενος στο έργο του μεγάλου Ντέιβιντ Λίγκβιστον, για κάθε τόπο και περίοδο μπόρεσε να μελετήσει τις διάφορες περιοχές. Ως καλός γεωγράφος και εθνολόγος, είχε κατατμήσει μεθοδικά τον πλανήτη σε διάφορες ζώνες, όπως ο Μπάλζακ τους ανθρώπους σε ξεχωριστούς κοινωνικούς τύπους. Οπως ο καπετάνιος μελετά τα σημεία επάνω στους χάρτες στο πλοίο του, έτσι και ο συγγραφέας από το γραφείο του στην Αμιένη χάραζε την πορεία των ηρώων του βασιζόμενος στους γεωγραφικούς άτλαντες. «Προς το απόγευμα η γολέτα πλησίασε το ακρωτήριο Skagen στο βορειότερο σημείο της Δανίας, διασχίζοντας κατά τη διάρκεια της νύχτας το Skager-Rak, την ακρότατη παρυφή της Νορβηγίας, για να περάσει από το ακρωτήριο Lindness και να μπει μέσα στη Βόρειο Θάλασσα…» (Ταξίδι στο κέντρο της γης).
Ο Ιούλιος Βερν έβλεπε τους πρωτόγονους κόσμους με το βλέμμα του αστού του 19ου αιώνα. Με άλλα λόγια, διακατεχόταν από μια βασική ιδέα: την ανωτερότητα των Δυτικών έναντι των ιθαγενών. Πολλές φορές δίνει μια σχεδόν γελοιογραφική εικόνα των πρωτόγονων πληθυσμών. «Οι κανίβαλοι τρώνε ανθρώπινες σάρκες… είναι ανθρωποφάγοι, από τους οποίους δεν μπορεί να περιμένει κανείς κάτι καλό», γράφει χαρακτηριστικά για τους Αβοριγίνες της Αυστραλίας στα «Τέκνα του πλοιάρχου Γκραντ».
Ωστόσο, δεν υιοθετεί αυτήν την στάση λόγω αντίθεσής του με τους ιθαγενείς της Αφρικής, της Ωκεανίας ή της Αμερικής, αλλά διότι αυτή ήταν η άποψη που ήρμοζε στους Γάλλους αριστοκράτες και αστούς του 19ου αιώνα. Ετσι, κάθε φορά που περιγράφει τμήματα της υδρογείου τα οποία μέχρι εχθές ακόμη κάλυπτε η αχλύς του μυστηρίου, ο συγγραφέας σκιαγραφεί έντεχνα όλα τα επιχειρήματα τα οποία μπορούσαν να δικαιολογήσουν μια αποικιακή επέκταση. Για εκείνον, όπως και για την εποχή του, ο «χρυσούς αιών» της κοινωνίας ήταν εκεί μπροστά, ο επίγειος παράδεισος είχε εφευρεθεί χωρίς να ανακαλυφθεί: στη λογοτεχνία οι «καλοί άγριοι» εξαφανίζονται. Μερικοί από αυτούς εμφανίζονται, παρόλα ταύτα, σποραδικά στο έργο του μυθιστοριογράφου. Ο Θαλκάβ, ο Αραουκάνος οδηγός των τέκνων του πλοιάρχου Γκραντ, επαινείται για «την αγαθή του φύση, την ευχέρειά του και την πρωτόγονη υπερηφάνειά του». Αυτές οι καλές ιδιότητες αποδίδονται και σε άλλους ήρωες των έργων του, όπως στον Ινδιάνο Καγιέτ στον «Καίσαρα Κάσκαμπελ», ή ακόμη και στους Τουαρέγκ της «Εισβολής από τη θάλασσα», οι οποίοι επαινούνται για το εντυπωσιακό βάδισμά τους ή διότι είναι όμορφοι και υπερήφανοι.
Της ίδιας αντιμετώπισης έτυχαν εκ μέρους του και οι Κινέζοι. Ο συγγραφέας συμπαθούσε τους κατοίκους της «Ουράνιας αυτοκρατορίας» και στις «Περιπέτειες Κινέζου» (1879) παρουσιάζει δύο χαρακτηριστικούς τύπους, έναν εξευρωπαϊσμένο νωθρό άρχοντα και έναν μαχητικό φιλόσοφο ο οποίος είναι η ζωντανή παράδοση της αρχαίας Κίνας. Ωστόσο, παρόλη τη συμπάθειά του, με διορατικότητα διακρίνει ότι ελλοχεύει κίνδυνος από την αλόγιστη μετανάστευση των Κινέζων στη Δύση, όχι μόνο λόγω της ανεργίας που αυτή θα προκαλούσε, αλλά και λόγω της φυλετικής και της πολιτισμικής ανισορροπίας που θα επέφερε στον Δυτικό κόσμο. Σήμερα επαληθεύεται…
Η Αφρική, η οποία κατά το μεγαλύτερο μέρος της παρέμενε στην εποχή του ακόμη άγνωστη, είναι για τον Ιούλιο Βερν η κατεξοχήν ήπειρος που ενδείκνυται για εξερεύνηση.
Η Ωκεανία, επίσης, με τις ανθρωποφάγες φυλές της και τα πολλά νησιά της, προσφερόταν για πλείστες όσες περιπέτειες. Η Αυστραλία του 19ου αιώνα ήταν ένας προορισμός εξαιρετικά περιπετειώδης για τον Ιούλιο Βερν. Το εσωτερικό της ηπείρου παρέμενε ανεξερεύνητο, και είναι εκεί όπου εκτυλίσσεται το δεύτερο μέρος της περιπέτειας των «Τέκνων του πλοιάρχου Γκραντ». Οι ήρωές του περνούν από την επαρχία της Αδελαϊδας και της Βικτώριας, περιοχές ήδη κατοικημένες από αποίκους και στις οποίες, όπως γράφει ο Ιούλιος Βερν, «το πέρασμα δεν προσφέρει τίποτε ενδιαφέρον». Στόχος του ήταν πάντοτε το μυστηριώδες και το ανεξερεύνητο.
Ο Ιούλιος Βερν επιθυμούσε να επισκεφθεί τις ΗΠΑ και να γνωρίσει από κοντά τον Νέο Κόσμο. Στις 18 Μαρτίου 1867, δύο χρόνια μετά τη λήξη του Αμερικανικού Εμφυλίου Πολέμου, κατάφερε να ταξιδεύσει, όπως προαναφέραμε, με τον αδελφό του, Πωλ, στην Αμερική επιβιβαζόμενος στον «Μεγάλο Ανατολικό», το πλοίο που πόντισε στον Ατλαντικό το καλώδιο το οποίο ένωσε τηλεγραφικά τη Βρετανία με την Αμερική. Ο διάπλους του Ατλαντικού χάρισε στον συγγραφέα τις μεγαλύτερες εμπειρίες και του έδωσε την έμπνευση να γράψει το «Πλωτή Πολιτεία», ένα μυθιστόρημα με συναρπαστική πλοκή, ευαισθησία και ρομαντισμό.
Ο Ιούλιος Βερν, μολονότι βρήκε την Αμερική καθημαγμένη από τον πόλεμο Βορείων και Νοτίων, γοητεύθηκε από τον Νέο Κόσμο. Η Αμερική ήταν ο αγαπημένος του προορισμός. Αυτή η νέα ήπειρος, η γεμάτη ενεργητικότητα και ζωντάνια, η οποία αντιτίθετο στη γηραιά Ευρώπη, έθελξε με τη δυναμικότητά της τον συγγραφέα. Στο βιβλίο του «Από τη γη στη σελήνη» (1865), δεν είναι παρά η Φλόριδα ο τόπος όπου ο Ιούλιος Βερν τοποθετεί τη βάση απογείωσης ενός «κοίλου κατασκευάσματος που χωράει μέσα στον φλοιό του τρεις ανθρώπους, δύο Αμερικάνους κι έναν Γάλλο». Αυτή η περιοχή της Αμερικής, η οποία είχε ανακαλυφθεί από τον Juan Ponce de Leon, το 1512, και ονομάσθηκε Paque-Fleuries χάρη στα λουλούδια που φύτρωναν στις όχθες της, επελέγη από τον συγγραφέα, πριν ακόμα τη δει, ως κατάλληλη για την εκτόξευση ενός διαστημοπλοίου. Αργότερα την περιέγραψε ως «ένα κομμάτι γης χαμένο στη μέση ενός μικρού αρχιπελάγους». Εκεί οραματίσθηκε το ταξίδι του ανθρώπου στα άστρα και τη δυνατότητα πραγματοποίησής του. Και σε αυτήν την περίπτωση ο Βερν αποδείχθηκε οραματιστής. Μιλάμε, φυσικά, για τη βάση του Ακρωτηρίου Κανάβεραλ.
Εδώ είναι ευκαιρία να επισημάνουμε ότι ο Βερν αγάπησε και τα εναέρια ταξίδια, όνειρο απραγματοποίητο για την εποχή του. Ανακαλύπτουμε μέσα στα υπέροχα ταξίδια του τις διάφορες φάσεις της κατάκτησης των αιθέρων, από τα αερόστατα έως τα ελικόπτερα. Από τα έγκατα της Γης ταξιδεύει μέχρι τη Σελήνη και «Γύρω από τη Σελήνη». Ταυτόχρονα, πραγματοποιεί έναν πρώτο γύρο του κόσμου μέσω των αιθέρων.
Παρόλο τον θαυμασμό του, όμως, για τους δυναμικούς Αμερικανούς, στο έργο του «Ο μυστηριώδης σκελετός» (1905), το οποίο κυκλοφόρησε μετά τον θάνατό του, δεν διστάζει με φινέτσα και χιούμορ να καυτηριάσει τις υπερβολικά δύσπεπτες για έναν Ευρωπαίο αστό εκκεντρικότητες της κοινωνίας του Νέου Κόσμου. Στο ίδιο έργο υπογραμμίζεται και η καλοκάγαθη ευπιστία του αμερικανικού λαού, η οποία έδινε την ευκαιρία να τον εκμεταλλεύονται πολλοί «ανοιχτομάτηδες», ενώ οι ελαστικοί συνταγματικοί νόμοι δεν προστάτευαν αρκούντως τους πολίτες από τα τεχνάσματα των επιτηδείων.
Λίγο αργότερα, διαπλέοντας τα «ποτάμια της φωτιάς», τον Αμαζόνιο και τον Ορενόκο, θα είχε την ευκαιρία να ανακαλύψει τη γεμάτη θρύλους Λατινική Αμερική.
Ο Ιούλιος Βερν διέκειτο ευμενώς και προς τους Ελληνες και τον αγώνα τους να ελευθερωθούν από τον οθωμανικό ζυγό. Σε δύο από τα πιο δημοφιλή μυθιστορήματά του, στο «Το Αρχιπέλαγος στις φλόγες» (το οποίο αργότερα εκδόθηκε σε διασκευή του Νίκου Καζαντζάκη με τον τίτλο «Οι πειραταί του Αιγαίου») και στο «Είκοσι χιλιάδες λεύγες υπό τη θάλασσα», η επαναστατημένη Ελλάδα κατέχει τον κύριο ρόλο και γίνονται εκτενείς αναφορές στον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα της. Αν και ο ίδιος ο Βερν γνώριζε την Ελλάδα, αρχαία και σύγχρονη, κυρίως μέσα από τη σχετική βιβλιογραφία, ωστόσο διακατεχόταν από έντονα φιλελληνικά αισθήματα. Μέσα από την αστείρευτη δημιουργικότητα του πνεύματός του άρχισε να πλάθει όχι μόνο φυσικά τοπία, αλλά και ανθρώπινους χαρακτήρες και να πλέκει περίτεχνα τη δομή των συγκεκριμένων μυθιστορημάτων του με βάση το ελληνικό τοπίο και τις ελληνικές συνήθειες. Το 1878 και το 1884 διέπλευσε τα στενά του Γιβραλτάρ με το ιστιοφόρο του «Σαιν Μισέλ» και περιηγήθηκε διάφορα σημεία της Μεσογείου, αλλά δεν είναι επιβεβαιωμένο εάν έφθασε μέχρι την Ελλάδα και εάν επισκέφθηκε κάποια μέρη της. Η κρουαζιέρα του διακόπηκε εξαιτίας μιας τρομερής καταιγίδας και ο ίδιος αναγκάσθηκε να επιστρέψει σιδηροδρομικώς στο Παρίσι. Το βέβαιο είναι ότι, εάν δεν επισκέφθηκε τα νησιά του Αιγαίου με ιστιοπλοϊκό, σίγουρα μετέβη σε αυτά με τη φαντασία του.
Ηδη από το 1870 έστειλε τον «Ναυτίλο» του, με τον μυστηριώδη Κάπταιν Νέμο, να διαπλεύσει τα νερά του Αιγαίου. Η υπόθεση του έργου τοποθετείται λίγο πριν από τα γεγονότα της Ναυμαχίας του Ναβαρίνου και αποτελεί έναν ύμνο για τον ελληνικό ηρωισμό, ενώ ταυτοχρόνως παρουσιάζει με πολύ ζωντανά χρώματα τη συμμετοχή στον αγώνα των Φιλελλήνων, οι οποίοι ανιδιοτελώς είχαν σπεύσει να βοηθήσουν τους επαναστατημένους και να μοιρασθούν μαζί τους τους πόθους, τα ιδανικά, αλλά και τις κακουχίες τους. Στο έργο αναφέρονται ονομαστικά η Μαντώ Μαυρογένους, η Μπουμπουλίνα και άλλοι αγωνιστές και αγωνίστριες που έδωσαν τα πάντα για τον αγώνα και οι οποίοι είχαν τραγική μοίρα. Με τον Κάπταιν Νέμο ο Ιούλιος Βερν δημιούργησε έναν μυθικό ήρωα, έναν αμείλικτο εχθρό της αποικιοκρατίας ο οποίος παρέδωσε σε έναν Ελληνα δύτη ράβδους χρυσού, που είχε ανασύρει από τα βάθη του κολπίσκου του Βίγκο, με σκοπό να βοηθήσει την εξέγερση της Κρήτης. Αυτή ήταν η συμβολική βοήθεια του Γάλλου συγγραφέα στην ελληνική υπόθεση, και αν τα χίλια κιλά χρυσό που μετέφερε στο υποβρύχιό του ο απόκοσμος καπετάνιος δεν έφθασαν ποτέ στα χέρια των Κρητών αγωνιστών, σίγουρα μέσα από τις σελίδες του βιβλίου ο αγώνας τους για ελευθερία και δικαίωση έγινε γνωστός σε εκατομμύρια αναγνώστες οι οποίοι διάβασαν και συνεχίζουν να διαβάζουν το βιβλίο.
Φυσικά, δεν είναι μόνο ο Κάπταιν Νέμο που περνώντας από την Κρήτη δωρίζει μια κασέλα γεμάτη χρυσάφι ως προσφορά στον αγώνα της νήσου για την ανεξαρτησία της. Στην καμπίνα του Νέμο-Βερν συγκεντρώνονται όλοι οι μεγάλοι άνδρες οι οποίοι πρωτοστάτησαν στον αγώνα για την ελευθερία των Εθνών, συγκροτώντας μια θαυμάσια πινακοθήκη προσωπικοτήτων: ο Kosciusko, ο Μπότσαρης, ο Manin και ο O’ Connel, αξιοσέβαστοι πατριώτες, Πολωνός, Ελληνας, Ιταλός και Ιρλανδός αντίστοιχα, συναντώνται με τον Washington, τον Lincoln και τον John Brown, τον μάρτυρα της νέγρικης φυλής.
Το λογοτεχνικό ύφος του Ιουλίου Βερν μοιάζει πολύ με εκείνο του Γερμανού συγγραφέα και συνθέτη Ερνστ Τροντόρ Βίλχελμ Χόφμαν (1776-1822) και του Αμερικανού ποιητή Εντγκαρ Αλλαν Πόε (1809-1849), οι οποίοι έβλεπαν πράγματα αόρατα για τα γήινα μάτια. Το μεγαλύτερο τμήμα των έργων του διαπνέεται από μια απεριόριστη αισιοδοξία, η οποία βοηθά τους ήρωές του κάθε φορά που πανικοβάλλονται, απογοητεύονται ή θέλουν να παραιτηθούν από απλή σαρκική αδυναμία, να υπερβαίνουν τα εμπόδια και να θριαμβεύουν. Το έργο του είναι ένας ύμνος στην ανθρώπινη θέληση. «Ετσι συμβαίνει στην ψυχή του ανθρώπου. Εχει ανάγκη να κάνει ένα έργο το οποίο να διαρκέσει, να επιβιώσει στον χρόνο, και το οποίο θα αποτελεί το σύμβολο της ανωτερότητάς του πάνω σε όλη την πλάση. Αυτό που θα καθιερώσει την κυριαρχία του και το οποίο θα τον δικαιώνει εσωτερικά» («Η μυστηριώδης νήσος»).
Ο Ιούλιος Βερν πέθανε στις 24 Μαρτίου 1905, αφήνοντας πίσω του ένα σημαντικό έργο, αλλά ημιτελές, το οποίο συνέχισε να δημοσιεύει ο γιος του κατά τα επόμενα έτη, συχνά έντονα παρηλλαγμένο. Το συγγραφικό έργο του περιλαμβάνει 65 μυθιστορήματα, 20 διηγήματα, 30 θεατρικά έργα, καθώς και λιμπρέτα για διάφορες όπερες. Τα πιο γνωστά στην Ελλάδα έργα του είναι το «Πέντε εβδομάδες σε αερόστατο» (1863), «Ταξίδι στο κέντρο της Γης» (1864), «Από τη Γη στη Σελήνη» (1865), «Είκοσι χιλιάδες λεύγες υπό τη θάλασσα» (1870), «Ο γύρος του κόσμου σε ογδόντα ημέρες» (1873), «Η μυστηριώδης νήσος» (1875) και ο «Μιχαήλ Στρογκώφ» (1876). Ακρως δημοφιλής, συνέγραψε περισσότερα από 50 βιβλία μέχρι τον θάνατό του. Πολλές κινηματογραφικές ταινίες έχουν γυριστεί με βάση τα έργα του, τα οποία διαβάζονται κυρίως από τους νέους μέχρι σήμερα παρουσιάζοντας μια διαχρονικότητα. Το 1989 βρέθηκε το επί μακρόν απολεσθέν χειρόγραφό του με τίτλο «Το Παρίσι στον 20ό αιώνα». Η απαισιόδοξη και προφητικά φουτουριστική εργασία του δημοσιεύθηκε μόλις το 1994.
Ο Ιούλιος Βερν για κάποιους υπήρξε ένας συγγραφέας του πνεύματος και για κάποιους άλλους, λίγους στα αλήθεια, ένας εκμαυλιστής της νεολαίας. Όσο κι αν διίστανται όμως οι γνώμες, το γεγονός είναι ότι κανείς δεν αγνοεί τον συγγραφέα Βερν. Παθιασμένος ερασιτέχνης των έργων του, σαν μια εκδήλωση τιμής και μνήμης για τα εκατό χρόνια από τον θάνατο του μεγάλου και εμπνευσμένου συγγραφέα, προσπάθησα να σκιαγραφήσω ένα πορτρέτο του ανθρώπου που ταξίδευσε τα παιδικά και εφηβικά μου όνειρα σε μέρη μαγευτικά όπως ο χαμένος παράδεισος, τότε που στα μάτια μου όλος ο κόσμος ήταν καινούριος και χρυσός.……
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΣΟΠΑΝΗΣ
Δρ Ιστορίας και Φιλοσοφίας των Θρησκειών
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
(1) THE MAMMOTH BOOK OF NEW JULES VERNE ADVENTURES: RETURN TO THE CENTRE OF THE EARTH AND OTHER EXTRAORDINARY VOYAGES, εκδ. Carroll & Graf, New York 2005 (by the Heirs of Jules Verne).
(2) A.B. Evans: JULES VERNE REDISCOVERED, London 1988.
(3) JULES VERNE A BIBLIOGRAPHY, Country Lane Books, Oxford 1989.
(4) Andre Bottin: BIBLIOGRAPHIE DES EDITIONS ILLUSTREES DES VOYAGES EXTRAORDINAIRES DE JULES VERNE EN CARTONNAGES D'EDITEUR DE LA COLLECTION HETZEL, Paris 1978.
(5) JULES VERNE ENCYCLOPEDIA, Scarecrow Press Inc., Lanham, London 1996.
(6) Piero Gondolo della Riva (ed.): BIBLIOGRAPHIE ANALYTIQUE DE TOUTES LES OEUVRES DE JULES VERNE: I - OEUVRES ROMANESQUES PUBLIEES, Societe Jules Verne, Paris 1977.
(7) Piero Gondolo della Riva (ed.): BIBLIOGRAPHIE ANALYTIQUE DE TOUTES LES OEUVRES DE JULES VERNE: I - OEUVRES NON ROMANESQUES PUBLIEES ET OEUVRES INEDITES, Paris 1985.
(8) Edward J. Gallagher, Judith A. Mistichelli and John A. Van Eerde: JULES VERNE: A PRIMARY AND SECONDARY BIBLIOGRAPHY, G.K. Hall & Co., Boston 1980.
Το παρόν άρθρο ως κείμενο αναδημοσιεύεται από το
περιοδικό "Corpus", τεύχος 74, Αυγούστου - Σεπτεμβρίου 2005, σελ. 53 έως 63
ευγενική προσφορά του δημιουργού του
Πρωτότοκος γιος μιας πολύτεκνης οικογένειας, ο Ιούλιος Βερν είχε τη δυνατότητα να φοιτήσει στο σχολείο της Madame Sambin, χήρας ενός καπετάνιου με πολλά ταξίδια στο ενεργητικό του. Γοητευμένος από τις αφηγήσεις της δασκάλας του, άρχισε από πολύ νωρίς να πλάθει στο μυαλό του τα αναρίθμητα λογοτεχνικά του ταξίδια στα πέρατα του κόσμου. Μετά την αποφοίτησή του από το Λύκειο, το 1846, μετέβη στο Παρίσι όπου σπούδασε Νομικά και έλαβε πτυχίο το 1849.
Πολύ νωρίς εκδήλωσε έντονο ενδιαφέρον για το θέατρο και μαζί με έναν μουσικό από τη Νάντη, τον Aristide Hignard, έγραψε μερικά λιμπρέτα για την όπερα. Το 1851 εμφανίσθηκαν τα πρώτα του έργα στο Musée des familles, υπό τη διεύθυνση του Pitre-Chevalier. Στις 10 Ιανουαρίου 1857 νυμφεύθηκε την Honorine de Viane, η οποία καταγόταν από την Αμιένη, και το φθινόπωρο του 1872, προκειμένου να ικανοποιήσει την επιθυμία της συζύγου του, εγκαταστάθηκε μονίμως στη γενέτειρά της.
Η πρώτη συλλογή συνθέσεων του Βερν εμφανίσθηκε με τη μουσική του Hignard. Εγραψε ακόμα πλήθος θεατρικών έργων και έγινε φίλος με τον Αλέξανδρο Δουμά υιό. Το 1861 απέκτησε το πρώτο και μοναδικό παιδί του, τον Μισέλ. Επί μερικά έτη κινήθηκε μεταξύ της μουσικής και του θεάτρου, αλλά μετά το 1863 έστρεψε το ενδιαφέρον του στις φυσικές επιστήμες και τη γεωγραφία, γράφοντας μία σειρά από μυθιστορήματα στα οποία περιέγραφε εξαιρετικά, όσο και φανταστικά ταξίδια. Το 1862 γνώρισε τον εκδότη Pierre-Jules Hetzel και στις 23 Οκτωβρίου του ιδίου έτους υπέγραψε μαζί του το πρώτο του συμβόλαιο για το «Ταξίδι στους αιθέρες», το μελλοντικό «Πέντε εβδομάδες σε αερόστατο». Μία δωδεκάδα συμβολαίων θα ακολουθήσει στον χώρο του επιστημονικού μυθιστορήματος. Η αρχή για να αναπτύξει το ταλέντο του ο μεγάλος συγγραφέας είχε γίνει.
Από το γραφείο του στην Αμιένη, ο Ιούλιος Βερν έστειλε τους ήρωές του να ταξιδεύσουν σε όλες τις ηπείρους, να πλεύσουν σε όλες τις θάλασσες του κόσμου, και να πετάξουν στους αιθέρες φθάνοντας κάποτε και μέχρι τη Σελήνη. Τα έργα του φλόγισαν τα όνειρα σε πολλές γενεές νέων ανθρώπων και δεν ήταν λίγες οι φορές που αποτέλεσαν το έναυσμα νέων ανακαλύψεων και εφευρέσεων. Μπορούμε να τον χαρακτηρίσουμε μηχανικό, διπλωμάτη, εξερευνητή, θαλασσοπόρο, μεγάλο αναζητητή, αλλά κυρίως έναν δυναμικό συγγραφέα που δημιουργεί χαρακτήρες και ήρωες οι οποίοι εξάπτουν τη φαντασία των νέων. Η γήινη σφαίρα, ορισμένες ζώνες της οποίας ήταν ακόμη ανεξερεύνητες, ενέπνευσε τον Ιούλιο Βερν και έδωσε τη δυνατότητα στη φαντασία του να καλπάσει ελεύθερη σε έναν ορίζοντα γεμάτο μυστήρια και θαύματα. Δεν στάθηκε μόνο στα όσα γνώριζαν οι άνθρωποι μέχρι τότε, αλλά προχώρησε αρκετά βήματα πιο πέρα ανακαλύπτοντας μυστικά περάσματα στα άκρα του πλανήτη, δημιουργώντας ζούγκλες και φυλές ιθαγενών, και στέλλοντας ακόμη και διαστημόπλοια και δορυφόρους στο διάστημα. Εργάσθηκε πραγματικά με τη δύναμη της φαντασίας του δημιουργώντας τους τίτλους και το περιεχόμενο των έργων του. Μέσα στο σιωπηλό του γραφείο στην Αμιένη αισθανόταν ένας μικρός θεός και, όπως ο ήρωάς του, Κάπταιν Νέμο, ανέπτυξε τη μελαγχολία του δημιουργού μπροστά σε μια ανθρωπότητα της οποίας τα πρόσωπα και οι χαρακτήρες κόσμησαν το έργο του ως αρχέτυπα και ιδεαλιστικά οράματα. Στον ρόλο του ως δημιουργού φανέρωσε μια ικανότητα να εκθέτει και να επιλύει τα προβλήματα. Κάποιες στιγμές γινόταν και αστρονόμος, γεωμέτρης, φυσικός, χημικός, μαθηματικός, πολιτειολόγος, γεωγράφος, ιστορικός, βιολόγος, γεωλόγος και επιδιδόταν με πάθος στην πυροτεχνία και τη μηχανική, στην τέχνη των υδραυλικών, της ακουστικής ή της μουσικής, χωρίς να παραβλέπει και τα πιο απτά προβλήματα όπως εκείνα της κοινωνικής δικαιοσύνης, της οικονομικής καταπίεσης ή της καθαρής πολιτικής.
Η επιστήμη τροφοδοτεί όλο το έργο του Ιουλίου Βερν. Στα βιβλία του εμφανίζει τους σοφούς να αγαπούν τις περιπέτειες και είναι εκείνος που τους απαλλάσσει από τα μαθήματα και τις παραδόσεις τους για να μπορέσουν να «ριχθούν» στην περιπέτεια και στα θαυμαστά κατορθώματά τους. Λέγεται ότι ο συγγραφέας ήταν παθιασμένος με τις επιστημονικές ανακαλύψεις και εφευρέσεις της εποχής του. «Είμαστε σε μια εποχή όπου όλα γίνονται… κι αν κάτι δεν είναι δυνατόν να γίνει σήμερα, τότε σίγουρα θα γίνει αύριο χάρη στις επιστημονικές ανακαλύψεις που πληθαίνουν καθημερινώς». Ωστόσο, αλλού ο ίδιος δήλωνε με εξομολογητική διάθεση:
«Οχι, δεν μπορώ να πω ότι ελκύσθηκα ιδιαίτερα από την επιστήμη. Στην πραγματικότητα δεν μου άρεσε ποτέ». Και όμως, ζούσε και περιέγραφε την εποχή κατά την οποία οι επιστήμονες, απελευθερωμένοι από τη μεταφυσική, πλησίασαν τη γη και έστρεψαν σε αυτήν την προσοχή τους. Ο Ιούλιος Βερν μπόρεσε να φαντασθεί και να περιγράψει μηχανές, οι οποίες μοιάζουν με τις σύγχρονες, χάρη στο πάθος που τον διακατείχε για τις επιστημονικές ανακαλύψεις της εποχής του. Διαβάζοντας το έργο του μπορεί κανείς να δει τις πιο απίθανες και τις πιο φημισμένες εφευρέσεις των καιρών μας. «Αυτό που με ενδιαφέρει πρώτα από όλα είναι να είμαι συγγραφέας», εξομολογείτο ο Ιούλιος Βερν το 1864 στον εκδότη του Hetzel. Το να μείνει ο ίδιος διαχρονικός συγγραφέας, το έργο του οποίου θα κοσμεί τις νεανικές βιβλιοθήκες, ήταν το όνειρο όλης του της ζωής.
Εξοπλισμένος με έναν εντυπωσιακό αριθμό χαρτών και ταξιδιωτικών εγγράφων τα οποία είχε στη διάθεσή του, δημιούργησε φανταστικές ιστορίες στις οποίες οι χαρακτήρες που έπλαθε ήταν έτοιμοι να εξερευνήσουν άγνωστους τόπους και να ιδρύσουν αποικίες. Οι ήρωές του, εικόνα και ομοίωση δική του, ξεκινώντας τα ταξίδια τους με σκοπό να διαβούν τα όρια του γνωστού κόσμου και να περάσουν στον άγνωστο, στηρίζονταν στις δικές τους κυρίως δυνάμεις. Ο κόσμος του μυθιστοριογράφου ήταν τόσο ευρύς, όσο το σύμπαν ολόκληρο. Κανένα εμπόδιο δεν στάθηκε ικανό να ανακόψει την πορεία του ή να τον αποτρέψει από νέες ανακαλύψεις και εφευρέσεις, οι οποίες θα γίνονταν πραγματικότητα τον αμέσως επόμενο αιώνα. Μπροστά στα μάτια της φαντασίας του το σύμπαν ήταν ένα αντικείμενο προς εξέταση, ένα στολίδι, στο οποίο περιέχονται ανθρώπινοι θρίαμβοι, ιδιοφυείς εφευρέσεις, γιγάντια παγόβουνα και τρομακτικά θαλάσσια κήτη. Αν θέλαμε με δύο λέξεις να χαρακτηρίσουμε το έργο του, κάλλιστα θα μπορούσαμε να πούμε ότι πρόκειται για μια «οδύσσεια από χαρτί» στην οποία ο εφευρέτης, εξερευνητής και ευγενικός ταξιδιώτης Ιούλιος Βερν περιλαμβάνει τα πάντα. Ο Ιούλιος Βερν ήταν ένας μυθιστοριογράφος χωρίς όρια.
Για εκείνον δεν υπήρχαν απροσπέλαστα εμπόδια, υπήρχαν μόνο εθελοντές με λιγότερη ή περισσότερη θέληση και ενεργητικότητα, και αυτό ήταν όλο.
Ο ίδιος ήταν ένας μεγαλόκαρδος συγγραφέας και, αφού δημιουργούσε τους χαρακτήρες των έργων του βάσει των δικών του χαρακτηριστικών στοιχείων, δεν υπάρχει κανένας από τους ήρωές του, ο οποίος να μην είναι έτοιμος να ριψοκινδυνεύσει τη ζωή του για τον πλησίον του.
Από το παράθυρο του διαμερίσματός του στη Νάντη, ο νεαρός Ιούλιος Βερν μπορούσε να ατενίζει τη θάλασσα, να αγκαλιάζει με το βλέμμα του το αιώνιο ξεδίπλωμα των κυμάτων και να βλέπει να φθάνουν και να φεύγουν τα εμπορικά πλοία. Τότε ήταν που αγάπησε τη θάλασσα και γεννήθηκε μέσα του ο πόθος να την εξερευνήσει και να την κατακτήσει. «Η τέχνη της πλοήγησης με έθελξε από τα παιδικά μου ακόμα χρόνια», εξομολογείται ο ίδιος στις «Αναμνήσεις» των παιδικών και των εφηβικών του χρόνων.
«Γνώριζα ήδη από τότε ολόκληρη τη ναυτική ορολογία και καταλάβαινα όλους τους ελιγμούς που γίνονταν στα θαλασσινά διηγήματα του Fennimore Cooper», διηγείτο. Ο πόθος του αυτός να ταξιδεύσει στη θάλασσα επηρέασε έντονα το λογοτεχνικό του ύφος. Το έργο του μοιάζει με μια τεράστια αρμάδα που πλέει δίπλα-δίπλα με φαλαινοθηρικά, φρεγάτες και βαπόρια. Το Ναυτικό Μουσείο ήταν μια θαυμάσια έκθεση από την οποία μπορούσε να εμπνευσθεί ο συγγραφέας. «Δεν αγάπησα τίποτε άλλο περισσότερο από την ελευθερία, τη μουσική και τη θάλασσα», συνήθιζε να λέει ο Βερν. Ετσι, έπλασε με την πένα του τον θαυμαστό θαλάσσιο κόσμο του Κάπταιν Νέμο, καθιστώντας τη θάλασσα και τον μαγικό βυθό της το τοπίο στο οποίο θα εκτυλίσσονταν πολλές από τις περιπέτειές του. Η θάλασσα έγινε για εκείνον ένα μυθιστόρημα, ένας κόσμος όπου ο συγγραφέας μπορούσε να αναπτύξει τη φαντασία και το ταλέντο του με κάθε ελευθερία, με συνέπεια το έργο του να αποτελεί άλλο ένα λογοτεχνικό «Ναυτικό Μουσείο». Ο «Ναυτίλος», το πλοίο του Κάπταιν Νέμο, παραμένει η πιο διάσημη και η πιο θαυμαστή από τις εφευρέσεις του.
Εδώ φυσικά, για να είμαστε δίκαιοι, πρέπει να επισημάνουμε πως ο συγγραφέας, προκειμένου να δημιουργήσει τον «Ναυτίλο», είχε υπόψη του το «Tortue» του David Bushnell, που κατασκευάσθηκε το 1776 και το οποίο ήταν το πρώτο υποβρύχιο που χρησιμοποιήθηκε κατά τη διάρκεια του Αμερικανικού Πολέμου της Ανεξαρτησίας εναντίον των βρετανικών πλοίων. Ωστόσο, είναι απίστευτες η εφευρετικότητα και η πολυτέλεια με τις οποίες διακόσμησε το εσωτερικό του «Ναυτίλου».
Ο ίδιος είχε ασχοληθεί επισταμένως με τα πλοία και μάλιστα ήταν τόσο μεγάλη η αγάπη του γι’ αυτό το μέσο, ώστε έγραψε ένα μεγάλο αριθμό σελίδων παρουσιάζοντας τον εαυτό του να ταξιδεύει στο μυστηριώδη γαλάζιο κόσμο με το πλοίο του, «Σαιν Μισέλ». Ετσι, τα πρόσωπα τα οποία περιέγραφε αντικατόπτριζαν πολλές φορές τον ίδιον. Εγινε ο καθηγητής Hatteras ανακαλύπτοντας τον Νότιο Πόλο. Ως Φιλέας Φογκ και Πασπαρτού διέσχισε τα γαλάζια νερά πολλές φορές προκειμένου να ολοκληρώσει τον «Γύρο του κόσμου σε ογδόντα ημέρες». Μαζί με «Τα τέκνα του πλοιάρχου Γκραντ» ταξίδευσε χιλιάδες μίλια προσπαθώντας να διασχίσει τον 37ο παράλληλο. Η τάση αυτή του Βερν έχει τις ρίζες της στο οικογενειακό του δένδρο, καθώς οι πρόγονοί του από την πλευρά της μητέρας του ήταν ναυτικοί και καπετάνιοι.
Γεννημένος στη Νάντη, τον μεγάλο αποικιακό λιμένα της Γαλλίας και ταυτόχρονα, μια δημοκρατική πόλη στη βαθιά βασιλική επαρχία της Βανδέας και μεγαλώνοντας μέσα σε έναν πλουραλισμό ανθρώπων και αντιλήψεων, δεν μπορούσε παρά να είναι υπέρμαχος της προόδου και της ελευθερίας. Στον ρόλο του τρομερού και απαισιόδοξου Κάπταιν Νέμο, ανακαλύπτουμε έναν Ιούλιο Βερν ο οποίος είναι εχθρός της αποικιοκρατίας και αγωνίζεται στη θάλασσα για την ελευθερία ενάντια σε όσους εχθρεύονται μια ανοικτή κοινωνία. Ο Βερν διακήρυσσε: «Το πλοίο είναι το πραγματικό όχημα του πολιτισμού». Το άλλο, καλλιτεχνικό του όνομα θα μπορούσε να είναι Κάπταιν Νέμο. Το πνεύμα της προόδου του 19ου αιώνα ενώνει τους λαούς μέσα στο έργο του, αλλά τα έθνη αντιστέκονται ακόμη στην ιδέα μιας παγκοσμιοποιημένης δημοκρατίας. Είναι ο αιώνας κατά τον οποίον κυριαρχεί ως πολιτική ιδεολογία ο εθνικισμός. Πέρα από τη στεριά, όμως, η απέραντη θάλασσα, μεγαλοπρεπής, με τα τέρατα και τα θαυμαστά της πλάσματα, φέρει τους ανθρώπους πιο κοντά, αμβλύνοντας τις μεταξύ τους διαφορές και καλώντας τους σε μια παγκόσμια ενότητα.
Η θάλασσα γεννούσε μέσα του ποιητικούς και λυρικούς στοχασμούς. Πολλοί από τους θαλασσινούς τόπους που αναφέρονται στην ιστορία και τον θρύλο είλκυσαν την προσοχή του Βερν. Ετσι, δεν δίστασε να «ανακαλύψει» την Ατλαντίδα και τις αναρίθμητες επαύλεις της. Στη θάλασσα βρίσκονταν, για τον συγγραφέα, η ζωή και η ελευθερία. «Η θάλασσα δεν αναγνωρίζει δεσπότες. Ζήστε στο κέντρο των θαλασσών. Εκεί μόνο θα είστε πραγματικά ανεξάρτητοι. Αυτή δεν ξέρει να δέχεται κανένα αφεντικό. Εκεί είμαι ελεύθερος!». Η θάλασσα μεταφράζεται τελικά ως μια πολιτική ιδέα. Ο Κάπταιν Νέμο αγωνίζεται γι’ αυτήν την ιδέα.
Με το ιστιοπλοϊκό του «Σαιν Μισέλ» ο Ιούλιος Βερν έπλευσε στην Αγγλία, την Ιρλανδία, πλησίασε τις ακτές της Ολλανδίας, της Γερμανίας και της Δανίας, έκανε τον γύρο της Ισπανίας, αποβιβάσθηκε στο Αλγέρι, την Τυνησία και τη Μάλτα και επισκέφθηκε τη Σικελία. Οταν δεν πηδαλιουχούσε το πλοίο, έγραφε, και, όταν δεν έγραφε, πηδαλιουχούσε. Και, όταν έγραφε, σχεδίαζε ναυτικά διηγήματα όπως τον «Δεκαπενταετή πλοίαρχο» (1877-1878), εμπνευσμένο από τον γιο του, Μισέλ, όπου ο μικρός Dick Sand αναλαμβάνει τη διοίκηση του πλοίου μετά από ένα ατύχημα που προκάλεσε το θάνατο του πλοιάρχου.
Ο «Ναυτίλος» του βασιλεύει στους ωκεανούς στο «Είκοσι χιλιάδες λεύγες υπό τη θάλασσα» (1869-1870). Ο συγγραφέας βρίσκεται στην πλώρη του πιο μεγάλου ατμοπλοίου της εποχής, του «Μεγάλου Ανατολικού», στην «Πλωτή Πολιτεία» (1871), παρουσιάζοντάς το να διασχίζει τον Ατλαντικό, ταξίδι που είχε πραγματοποιήσει ο ίδιος με τον αδελφό του, Πωλ, το 1867. Ο ίδιος ταξιδεύει ως μέλος του πληρώματος του «Σανσελόρ» (1875), ενός εμπορικού πλοίου που αφήνει το Τσάρλεστον με κατεύθυνση το Λίβερπουλ και το οποίο διοικείται από έναν καπετάνιο που πάσχει από διανοητικές διαταραχές με αποτέλεσμα την απομόνωσή του από την πραγματικότητα. Μπαρκάρει με το «Καρνάτικ», ένα άλλο ατμόπλοιο, στο οποίο επιβαίνει ο Πασπαρτού και ακολουθεί τον Φιλέα Φογκ με την «Τανγαντέρε», μια μικρή γολέτα. Και η λίστα δεν έχει τέλος. Ο Ιούλιος Βερν δεν έχει καμμία προκατάληψη για τη θάλασσα. Δεν είναι τυχαίο ότι και το «Ταξίδι στο κέντρο της γης» άρχισε από την εμμονή του συγγραφέα να ανακαλύψει μια θάλασσα στο εσωτερικό του πλανήτη.
Ωστόσο, η ανοικτή θάλασσα και ο μαγευτικός βυθός της δεν ήταν ο μόνος χώρος που γοήτευσε τον ταλαντούχο συγγραφέα. Ο κόσμος των πάγων είλκυσε την προσοχή του και εξήψε τη φαντασία του, με συνέπεια η κατάκτηση των Πόλων να καταλαμβάνει ένα πολύ σημαντικό μέρος στο έργο του. Αυτό του επιτρέπει να περιγράφει αφ’ ενός το θάρρος των ανθρώπων που ξεκινούν να τους εξερευνήσουν, και αφ’ ετέρου το μυστήριο των άγνωστων γαιών των δύο Πόλων. Η «πολική τρέλα» ήταν, μπορούμε να πούμε, η μόδα της εποχής στην οποία έζησε ο συγγραφέας και αντικατοπτρίζεται στο έργο του με μια προσωπική κλίση προς το ακραίο και το φανταστικό. Το τέλος των Ναπολεόντειων Πολέμων έδωσε την ευκαιρία γι’ αυτές τις εξερευνήσεις. Οι εξερευνητικές αποστολές προς τις υπερβόρειες και τις υπερνότιες εκείνες γαίες πολλαπλασιάζονται. Βρετανοί, Σουηδοί, Νορβηγοί, Ρώσοι, Αυστριακοί, Βέλγοι, σχεδόν όλοι οι Ευρωπαίοι κινούνται προς αυτήν την κατεύθυνση. Η εξερεύνηση των απώτατων σημείων της Γης, όπως οι Πόλοι και η αυστραλιανή ήπειρος, συνιστά τον «μίτο της Αριάδνης» στο έργο του Βερν. Ο συγγραφέας με τη φαντασία του περνά τα όρια του κόσμου και ανακαλύπτει «περάσματα», τα οποία οι Ευρωπαίοι αναζητούσαν από τον 15ο αιώνα ακόμη. Το πολικό σέλας, μαζί με την ομορφιά και την ποικιλομορφία του ζωικού και του φυτικού βασιλείου, εξάπτουν τη φαντασία όλων όσοι αναζητούν την περιπέτεια. Ολα εμφανίζονται παράξενα και εξαιρετικά σε αυτές τις πολικές περιοχές και η μακρά νύκτα των Πόλων επιφυλάσσει μαγείες και θαύματα σε όποιον αποφασίσει να περιηγηθεί αυτές τις περιοχές μέσα από τα έργα του Βερν.
Με το ίδιο πάθος, ωστόσο, ταξιδεύει νοερά και σε άλλες ανεξερεύνητες περιοχές του πλανήτη. Ο Άτλας του Ιουλίου Βερν περιλαμβάνει, από τις στέπες της Σιβηρίας μέχρι τις θάλασσες του Νότου, περάσματα από τα παρθένα δάση της Αγκόλα και τους δρόμους της Κίνας. Ο Μιχαήλ Στρογκώφ, διασχίζοντας την αυτοκρατορία των τσάρων, ταξιδεύει τους αναγνώστες με κάθε λεπτομέρεια μέσα στις απέραντες στέπες. Περιηγούμενος την «αιώνια Ρωσία» με τις τεράστιες αντιθέσεις της, έχει την ευκαιρία να γνωρίσει τα μοσχοβίτικα μπαλέτα και να συναντήσει άγριους Τατάρους. Στο έργο του το Παρίσι συναντά τον ρωσικό κόσμο. Ο «Μιχαήλ Στρογκώφ» θριαμβεύει.
Η Ασία μάγεψε τον Ιούλιο Βερν, όπως μάγεψε και την εποχή του ολόκληρη. Απέραντη και μυστηριώδης στο σύνολό της, προσφερόταν για τις πιο απίθανες περιπέτειες. Το 1878 η Παγκόσμια Εκθεση των Παρισίων άνοιξε τις πύλες της στην Κίνα και την Κεντρική Ασία. Το γεγονός δεν είχε προηγούμενο. Ο κόσμος είχε γίνει «κινέζικος». Το ίδιο έτος ο Βερν, πάντοτε ευαίσθητος στα ρεύματα της εποχής του, αποφάσισε να περιγράψει τις «Περιπέτειες ενός Κινέζου στην Κίνα», έργο το οποίο δεν απέχει πολύ από το να μοιάζει με φιλοσοφικό δοκίμιο. Οπως πάντοτε, στον Βερν η περιπέτεια ήταν ταραχώδης. Πιστός στις αρχικές του συνήθειες, αρχίζει να παρακολουθεί μαθήματα για τα διάφορα μέρη του κόσμου προκειμένου να συνθέσει τη νέα του περιπέτεια.
Τα «εξαιρετικά ταξίδια» του μπορούν μερικές φορές να αποτελέσουν μαθήματα γεωγραφίας και αληθινά δοκίμια εθνολογίας. Ο Ιούλιος Βερν ήταν ένας μεθοδικός συγγραφέας. Για να συνθέσει τα ταξίδια του, χρησιμοποιούσε εγκυκλοπαίδειες, λεξικά, εκθέσεις ειδικών και πάντοτε είχε έναν χάρτη στο χέρι του. Πριν γράψουμε οτιδήποτε άλλο, πρέπει απαραιτήτως να αναφέρουμε ότι ο Ιούλιος Βερν γνώριζε γεωγραφία. Μελετούσε τους χάρτες και τα σημειώματα της Γαλλικής Γεωγραφικής Εταιρείας και παρακολουθούσε όλα τα τεύχη του εβδομαδιαίου περιοδικού «Ο γύρος του κόσμου» (Le tour du monde), το οποίο είχε ιδρυθεί στο Παρίσι από τον γνωστό εκδότη Louis Hachette. Πολλές φορές ο αναγνώστης πρέπει να χρησιμοποιήσει διαβήτες και χάρακες προκειμένου να διαβάσει το έργο του Ιουλίου Βερν. Τα γεωγραφικά όργανα είναι τα πιο χρήσιμα όπλα των ηρώων του. Για παράδειγμα, αναφέρουμε ότι, γράφοντας το «Είκοσι χιλιάδες λεύγες υπό τη θάλασσα», ο Ιούλιος Βερν φαντάσθηκε και περιέγραψε το ανάγλυφο των αβυσσαλέων διαφορών που υπάρχουν από τη μία γεωγραφική περιοχή στην άλλη με τη βοήθεια χαρτών και γεωγραφικών έργων. Βασιζόμενος στο έργο του μεγάλου Ντέιβιντ Λίγκβιστον, για κάθε τόπο και περίοδο μπόρεσε να μελετήσει τις διάφορες περιοχές. Ως καλός γεωγράφος και εθνολόγος, είχε κατατμήσει μεθοδικά τον πλανήτη σε διάφορες ζώνες, όπως ο Μπάλζακ τους ανθρώπους σε ξεχωριστούς κοινωνικούς τύπους. Οπως ο καπετάνιος μελετά τα σημεία επάνω στους χάρτες στο πλοίο του, έτσι και ο συγγραφέας από το γραφείο του στην Αμιένη χάραζε την πορεία των ηρώων του βασιζόμενος στους γεωγραφικούς άτλαντες. «Προς το απόγευμα η γολέτα πλησίασε το ακρωτήριο Skagen στο βορειότερο σημείο της Δανίας, διασχίζοντας κατά τη διάρκεια της νύχτας το Skager-Rak, την ακρότατη παρυφή της Νορβηγίας, για να περάσει από το ακρωτήριο Lindness και να μπει μέσα στη Βόρειο Θάλασσα…» (Ταξίδι στο κέντρο της γης).
Ο Ιούλιος Βερν έβλεπε τους πρωτόγονους κόσμους με το βλέμμα του αστού του 19ου αιώνα. Με άλλα λόγια, διακατεχόταν από μια βασική ιδέα: την ανωτερότητα των Δυτικών έναντι των ιθαγενών. Πολλές φορές δίνει μια σχεδόν γελοιογραφική εικόνα των πρωτόγονων πληθυσμών. «Οι κανίβαλοι τρώνε ανθρώπινες σάρκες… είναι ανθρωποφάγοι, από τους οποίους δεν μπορεί να περιμένει κανείς κάτι καλό», γράφει χαρακτηριστικά για τους Αβοριγίνες της Αυστραλίας στα «Τέκνα του πλοιάρχου Γκραντ».
Ωστόσο, δεν υιοθετεί αυτήν την στάση λόγω αντίθεσής του με τους ιθαγενείς της Αφρικής, της Ωκεανίας ή της Αμερικής, αλλά διότι αυτή ήταν η άποψη που ήρμοζε στους Γάλλους αριστοκράτες και αστούς του 19ου αιώνα. Ετσι, κάθε φορά που περιγράφει τμήματα της υδρογείου τα οποία μέχρι εχθές ακόμη κάλυπτε η αχλύς του μυστηρίου, ο συγγραφέας σκιαγραφεί έντεχνα όλα τα επιχειρήματα τα οποία μπορούσαν να δικαιολογήσουν μια αποικιακή επέκταση. Για εκείνον, όπως και για την εποχή του, ο «χρυσούς αιών» της κοινωνίας ήταν εκεί μπροστά, ο επίγειος παράδεισος είχε εφευρεθεί χωρίς να ανακαλυφθεί: στη λογοτεχνία οι «καλοί άγριοι» εξαφανίζονται. Μερικοί από αυτούς εμφανίζονται, παρόλα ταύτα, σποραδικά στο έργο του μυθιστοριογράφου. Ο Θαλκάβ, ο Αραουκάνος οδηγός των τέκνων του πλοιάρχου Γκραντ, επαινείται για «την αγαθή του φύση, την ευχέρειά του και την πρωτόγονη υπερηφάνειά του». Αυτές οι καλές ιδιότητες αποδίδονται και σε άλλους ήρωες των έργων του, όπως στον Ινδιάνο Καγιέτ στον «Καίσαρα Κάσκαμπελ», ή ακόμη και στους Τουαρέγκ της «Εισβολής από τη θάλασσα», οι οποίοι επαινούνται για το εντυπωσιακό βάδισμά τους ή διότι είναι όμορφοι και υπερήφανοι.
Της ίδιας αντιμετώπισης έτυχαν εκ μέρους του και οι Κινέζοι. Ο συγγραφέας συμπαθούσε τους κατοίκους της «Ουράνιας αυτοκρατορίας» και στις «Περιπέτειες Κινέζου» (1879) παρουσιάζει δύο χαρακτηριστικούς τύπους, έναν εξευρωπαϊσμένο νωθρό άρχοντα και έναν μαχητικό φιλόσοφο ο οποίος είναι η ζωντανή παράδοση της αρχαίας Κίνας. Ωστόσο, παρόλη τη συμπάθειά του, με διορατικότητα διακρίνει ότι ελλοχεύει κίνδυνος από την αλόγιστη μετανάστευση των Κινέζων στη Δύση, όχι μόνο λόγω της ανεργίας που αυτή θα προκαλούσε, αλλά και λόγω της φυλετικής και της πολιτισμικής ανισορροπίας που θα επέφερε στον Δυτικό κόσμο. Σήμερα επαληθεύεται…
Η Αφρική, η οποία κατά το μεγαλύτερο μέρος της παρέμενε στην εποχή του ακόμη άγνωστη, είναι για τον Ιούλιο Βερν η κατεξοχήν ήπειρος που ενδείκνυται για εξερεύνηση.
Η Ωκεανία, επίσης, με τις ανθρωποφάγες φυλές της και τα πολλά νησιά της, προσφερόταν για πλείστες όσες περιπέτειες. Η Αυστραλία του 19ου αιώνα ήταν ένας προορισμός εξαιρετικά περιπετειώδης για τον Ιούλιο Βερν. Το εσωτερικό της ηπείρου παρέμενε ανεξερεύνητο, και είναι εκεί όπου εκτυλίσσεται το δεύτερο μέρος της περιπέτειας των «Τέκνων του πλοιάρχου Γκραντ». Οι ήρωές του περνούν από την επαρχία της Αδελαϊδας και της Βικτώριας, περιοχές ήδη κατοικημένες από αποίκους και στις οποίες, όπως γράφει ο Ιούλιος Βερν, «το πέρασμα δεν προσφέρει τίποτε ενδιαφέρον». Στόχος του ήταν πάντοτε το μυστηριώδες και το ανεξερεύνητο.
Ο Ιούλιος Βερν επιθυμούσε να επισκεφθεί τις ΗΠΑ και να γνωρίσει από κοντά τον Νέο Κόσμο. Στις 18 Μαρτίου 1867, δύο χρόνια μετά τη λήξη του Αμερικανικού Εμφυλίου Πολέμου, κατάφερε να ταξιδεύσει, όπως προαναφέραμε, με τον αδελφό του, Πωλ, στην Αμερική επιβιβαζόμενος στον «Μεγάλο Ανατολικό», το πλοίο που πόντισε στον Ατλαντικό το καλώδιο το οποίο ένωσε τηλεγραφικά τη Βρετανία με την Αμερική. Ο διάπλους του Ατλαντικού χάρισε στον συγγραφέα τις μεγαλύτερες εμπειρίες και του έδωσε την έμπνευση να γράψει το «Πλωτή Πολιτεία», ένα μυθιστόρημα με συναρπαστική πλοκή, ευαισθησία και ρομαντισμό.
Ο Ιούλιος Βερν, μολονότι βρήκε την Αμερική καθημαγμένη από τον πόλεμο Βορείων και Νοτίων, γοητεύθηκε από τον Νέο Κόσμο. Η Αμερική ήταν ο αγαπημένος του προορισμός. Αυτή η νέα ήπειρος, η γεμάτη ενεργητικότητα και ζωντάνια, η οποία αντιτίθετο στη γηραιά Ευρώπη, έθελξε με τη δυναμικότητά της τον συγγραφέα. Στο βιβλίο του «Από τη γη στη σελήνη» (1865), δεν είναι παρά η Φλόριδα ο τόπος όπου ο Ιούλιος Βερν τοποθετεί τη βάση απογείωσης ενός «κοίλου κατασκευάσματος που χωράει μέσα στον φλοιό του τρεις ανθρώπους, δύο Αμερικάνους κι έναν Γάλλο». Αυτή η περιοχή της Αμερικής, η οποία είχε ανακαλυφθεί από τον Juan Ponce de Leon, το 1512, και ονομάσθηκε Paque-Fleuries χάρη στα λουλούδια που φύτρωναν στις όχθες της, επελέγη από τον συγγραφέα, πριν ακόμα τη δει, ως κατάλληλη για την εκτόξευση ενός διαστημοπλοίου. Αργότερα την περιέγραψε ως «ένα κομμάτι γης χαμένο στη μέση ενός μικρού αρχιπελάγους». Εκεί οραματίσθηκε το ταξίδι του ανθρώπου στα άστρα και τη δυνατότητα πραγματοποίησής του. Και σε αυτήν την περίπτωση ο Βερν αποδείχθηκε οραματιστής. Μιλάμε, φυσικά, για τη βάση του Ακρωτηρίου Κανάβεραλ.
Εδώ είναι ευκαιρία να επισημάνουμε ότι ο Βερν αγάπησε και τα εναέρια ταξίδια, όνειρο απραγματοποίητο για την εποχή του. Ανακαλύπτουμε μέσα στα υπέροχα ταξίδια του τις διάφορες φάσεις της κατάκτησης των αιθέρων, από τα αερόστατα έως τα ελικόπτερα. Από τα έγκατα της Γης ταξιδεύει μέχρι τη Σελήνη και «Γύρω από τη Σελήνη». Ταυτόχρονα, πραγματοποιεί έναν πρώτο γύρο του κόσμου μέσω των αιθέρων.
Παρόλο τον θαυμασμό του, όμως, για τους δυναμικούς Αμερικανούς, στο έργο του «Ο μυστηριώδης σκελετός» (1905), το οποίο κυκλοφόρησε μετά τον θάνατό του, δεν διστάζει με φινέτσα και χιούμορ να καυτηριάσει τις υπερβολικά δύσπεπτες για έναν Ευρωπαίο αστό εκκεντρικότητες της κοινωνίας του Νέου Κόσμου. Στο ίδιο έργο υπογραμμίζεται και η καλοκάγαθη ευπιστία του αμερικανικού λαού, η οποία έδινε την ευκαιρία να τον εκμεταλλεύονται πολλοί «ανοιχτομάτηδες», ενώ οι ελαστικοί συνταγματικοί νόμοι δεν προστάτευαν αρκούντως τους πολίτες από τα τεχνάσματα των επιτηδείων.
Λίγο αργότερα, διαπλέοντας τα «ποτάμια της φωτιάς», τον Αμαζόνιο και τον Ορενόκο, θα είχε την ευκαιρία να ανακαλύψει τη γεμάτη θρύλους Λατινική Αμερική.
Ο Ιούλιος Βερν διέκειτο ευμενώς και προς τους Ελληνες και τον αγώνα τους να ελευθερωθούν από τον οθωμανικό ζυγό. Σε δύο από τα πιο δημοφιλή μυθιστορήματά του, στο «Το Αρχιπέλαγος στις φλόγες» (το οποίο αργότερα εκδόθηκε σε διασκευή του Νίκου Καζαντζάκη με τον τίτλο «Οι πειραταί του Αιγαίου») και στο «Είκοσι χιλιάδες λεύγες υπό τη θάλασσα», η επαναστατημένη Ελλάδα κατέχει τον κύριο ρόλο και γίνονται εκτενείς αναφορές στον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα της. Αν και ο ίδιος ο Βερν γνώριζε την Ελλάδα, αρχαία και σύγχρονη, κυρίως μέσα από τη σχετική βιβλιογραφία, ωστόσο διακατεχόταν από έντονα φιλελληνικά αισθήματα. Μέσα από την αστείρευτη δημιουργικότητα του πνεύματός του άρχισε να πλάθει όχι μόνο φυσικά τοπία, αλλά και ανθρώπινους χαρακτήρες και να πλέκει περίτεχνα τη δομή των συγκεκριμένων μυθιστορημάτων του με βάση το ελληνικό τοπίο και τις ελληνικές συνήθειες. Το 1878 και το 1884 διέπλευσε τα στενά του Γιβραλτάρ με το ιστιοφόρο του «Σαιν Μισέλ» και περιηγήθηκε διάφορα σημεία της Μεσογείου, αλλά δεν είναι επιβεβαιωμένο εάν έφθασε μέχρι την Ελλάδα και εάν επισκέφθηκε κάποια μέρη της. Η κρουαζιέρα του διακόπηκε εξαιτίας μιας τρομερής καταιγίδας και ο ίδιος αναγκάσθηκε να επιστρέψει σιδηροδρομικώς στο Παρίσι. Το βέβαιο είναι ότι, εάν δεν επισκέφθηκε τα νησιά του Αιγαίου με ιστιοπλοϊκό, σίγουρα μετέβη σε αυτά με τη φαντασία του.
Ηδη από το 1870 έστειλε τον «Ναυτίλο» του, με τον μυστηριώδη Κάπταιν Νέμο, να διαπλεύσει τα νερά του Αιγαίου. Η υπόθεση του έργου τοποθετείται λίγο πριν από τα γεγονότα της Ναυμαχίας του Ναβαρίνου και αποτελεί έναν ύμνο για τον ελληνικό ηρωισμό, ενώ ταυτοχρόνως παρουσιάζει με πολύ ζωντανά χρώματα τη συμμετοχή στον αγώνα των Φιλελλήνων, οι οποίοι ανιδιοτελώς είχαν σπεύσει να βοηθήσουν τους επαναστατημένους και να μοιρασθούν μαζί τους τους πόθους, τα ιδανικά, αλλά και τις κακουχίες τους. Στο έργο αναφέρονται ονομαστικά η Μαντώ Μαυρογένους, η Μπουμπουλίνα και άλλοι αγωνιστές και αγωνίστριες που έδωσαν τα πάντα για τον αγώνα και οι οποίοι είχαν τραγική μοίρα. Με τον Κάπταιν Νέμο ο Ιούλιος Βερν δημιούργησε έναν μυθικό ήρωα, έναν αμείλικτο εχθρό της αποικιοκρατίας ο οποίος παρέδωσε σε έναν Ελληνα δύτη ράβδους χρυσού, που είχε ανασύρει από τα βάθη του κολπίσκου του Βίγκο, με σκοπό να βοηθήσει την εξέγερση της Κρήτης. Αυτή ήταν η συμβολική βοήθεια του Γάλλου συγγραφέα στην ελληνική υπόθεση, και αν τα χίλια κιλά χρυσό που μετέφερε στο υποβρύχιό του ο απόκοσμος καπετάνιος δεν έφθασαν ποτέ στα χέρια των Κρητών αγωνιστών, σίγουρα μέσα από τις σελίδες του βιβλίου ο αγώνας τους για ελευθερία και δικαίωση έγινε γνωστός σε εκατομμύρια αναγνώστες οι οποίοι διάβασαν και συνεχίζουν να διαβάζουν το βιβλίο.
Φυσικά, δεν είναι μόνο ο Κάπταιν Νέμο που περνώντας από την Κρήτη δωρίζει μια κασέλα γεμάτη χρυσάφι ως προσφορά στον αγώνα της νήσου για την ανεξαρτησία της. Στην καμπίνα του Νέμο-Βερν συγκεντρώνονται όλοι οι μεγάλοι άνδρες οι οποίοι πρωτοστάτησαν στον αγώνα για την ελευθερία των Εθνών, συγκροτώντας μια θαυμάσια πινακοθήκη προσωπικοτήτων: ο Kosciusko, ο Μπότσαρης, ο Manin και ο O’ Connel, αξιοσέβαστοι πατριώτες, Πολωνός, Ελληνας, Ιταλός και Ιρλανδός αντίστοιχα, συναντώνται με τον Washington, τον Lincoln και τον John Brown, τον μάρτυρα της νέγρικης φυλής.
Το λογοτεχνικό ύφος του Ιουλίου Βερν μοιάζει πολύ με εκείνο του Γερμανού συγγραφέα και συνθέτη Ερνστ Τροντόρ Βίλχελμ Χόφμαν (1776-1822) και του Αμερικανού ποιητή Εντγκαρ Αλλαν Πόε (1809-1849), οι οποίοι έβλεπαν πράγματα αόρατα για τα γήινα μάτια. Το μεγαλύτερο τμήμα των έργων του διαπνέεται από μια απεριόριστη αισιοδοξία, η οποία βοηθά τους ήρωές του κάθε φορά που πανικοβάλλονται, απογοητεύονται ή θέλουν να παραιτηθούν από απλή σαρκική αδυναμία, να υπερβαίνουν τα εμπόδια και να θριαμβεύουν. Το έργο του είναι ένας ύμνος στην ανθρώπινη θέληση. «Ετσι συμβαίνει στην ψυχή του ανθρώπου. Εχει ανάγκη να κάνει ένα έργο το οποίο να διαρκέσει, να επιβιώσει στον χρόνο, και το οποίο θα αποτελεί το σύμβολο της ανωτερότητάς του πάνω σε όλη την πλάση. Αυτό που θα καθιερώσει την κυριαρχία του και το οποίο θα τον δικαιώνει εσωτερικά» («Η μυστηριώδης νήσος»).
Ο Ιούλιος Βερν πέθανε στις 24 Μαρτίου 1905, αφήνοντας πίσω του ένα σημαντικό έργο, αλλά ημιτελές, το οποίο συνέχισε να δημοσιεύει ο γιος του κατά τα επόμενα έτη, συχνά έντονα παρηλλαγμένο. Το συγγραφικό έργο του περιλαμβάνει 65 μυθιστορήματα, 20 διηγήματα, 30 θεατρικά έργα, καθώς και λιμπρέτα για διάφορες όπερες. Τα πιο γνωστά στην Ελλάδα έργα του είναι το «Πέντε εβδομάδες σε αερόστατο» (1863), «Ταξίδι στο κέντρο της Γης» (1864), «Από τη Γη στη Σελήνη» (1865), «Είκοσι χιλιάδες λεύγες υπό τη θάλασσα» (1870), «Ο γύρος του κόσμου σε ογδόντα ημέρες» (1873), «Η μυστηριώδης νήσος» (1875) και ο «Μιχαήλ Στρογκώφ» (1876). Ακρως δημοφιλής, συνέγραψε περισσότερα από 50 βιβλία μέχρι τον θάνατό του. Πολλές κινηματογραφικές ταινίες έχουν γυριστεί με βάση τα έργα του, τα οποία διαβάζονται κυρίως από τους νέους μέχρι σήμερα παρουσιάζοντας μια διαχρονικότητα. Το 1989 βρέθηκε το επί μακρόν απολεσθέν χειρόγραφό του με τίτλο «Το Παρίσι στον 20ό αιώνα». Η απαισιόδοξη και προφητικά φουτουριστική εργασία του δημοσιεύθηκε μόλις το 1994.
Ο Ιούλιος Βερν για κάποιους υπήρξε ένας συγγραφέας του πνεύματος και για κάποιους άλλους, λίγους στα αλήθεια, ένας εκμαυλιστής της νεολαίας. Όσο κι αν διίστανται όμως οι γνώμες, το γεγονός είναι ότι κανείς δεν αγνοεί τον συγγραφέα Βερν. Παθιασμένος ερασιτέχνης των έργων του, σαν μια εκδήλωση τιμής και μνήμης για τα εκατό χρόνια από τον θάνατο του μεγάλου και εμπνευσμένου συγγραφέα, προσπάθησα να σκιαγραφήσω ένα πορτρέτο του ανθρώπου που ταξίδευσε τα παιδικά και εφηβικά μου όνειρα σε μέρη μαγευτικά όπως ο χαμένος παράδεισος, τότε που στα μάτια μου όλος ο κόσμος ήταν καινούριος και χρυσός.……
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΣΟΠΑΝΗΣ
Δρ Ιστορίας και Φιλοσοφίας των Θρησκειών
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
(1) THE MAMMOTH BOOK OF NEW JULES VERNE ADVENTURES: RETURN TO THE CENTRE OF THE EARTH AND OTHER EXTRAORDINARY VOYAGES, εκδ. Carroll & Graf, New York 2005 (by the Heirs of Jules Verne).
(2) A.B. Evans: JULES VERNE REDISCOVERED, London 1988.
(3) JULES VERNE A BIBLIOGRAPHY, Country Lane Books, Oxford 1989.
(4) Andre Bottin: BIBLIOGRAPHIE DES EDITIONS ILLUSTREES DES VOYAGES EXTRAORDINAIRES DE JULES VERNE EN CARTONNAGES D'EDITEUR DE LA COLLECTION HETZEL, Paris 1978.
(5) JULES VERNE ENCYCLOPEDIA, Scarecrow Press Inc., Lanham, London 1996.
(6) Piero Gondolo della Riva (ed.): BIBLIOGRAPHIE ANALYTIQUE DE TOUTES LES OEUVRES DE JULES VERNE: I - OEUVRES ROMANESQUES PUBLIEES, Societe Jules Verne, Paris 1977.
(7) Piero Gondolo della Riva (ed.): BIBLIOGRAPHIE ANALYTIQUE DE TOUTES LES OEUVRES DE JULES VERNE: I - OEUVRES NON ROMANESQUES PUBLIEES ET OEUVRES INEDITES, Paris 1985.
(8) Edward J. Gallagher, Judith A. Mistichelli and John A. Van Eerde: JULES VERNE: A PRIMARY AND SECONDARY BIBLIOGRAPHY, G.K. Hall & Co., Boston 1980.
Το παρόν άρθρο ως κείμενο αναδημοσιεύεται από το
περιοδικό "Corpus", τεύχος 74, Αυγούστου - Σεπτεμβρίου 2005, σελ. 53 έως 63
ευγενική προσφορά του δημιουργού του
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου